- καυστηριάζω
- καυστηριάζω (Α) [καυστήρ]δ. γρφ. αντί καυτηριάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεκαυστηριασμένων — καυστηριάζω perf part mp fem gen pl καυστηριάζω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζειν — καυστηριάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζεσθαι — καυστηριάζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζων — καυστηριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάσῃς — καυστηριάζω aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίασας — καυστηριάζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίασον — καυστηριάζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστηριάζω — (Μ) στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον με στίγμα, με έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυστηριάζω* (με απλοποίηση τού συμπλέγματος / fst / σε / st /)] … Dictionary of Greek
καυστηριασμός — καυστηριασμός, ὁ (Μ) [καυστηριάζω] είδος βασανιστηρίου, κάψιμο με πυρακτωμένο σίδερο … Dictionary of Greek
καυστηριάσσας — καυστηριάσσᾱς , καυστηριάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)